2/12/13

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, ΠΟΥ ΑΦΟΡΑ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΕΛΕΓΧΟ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥ ΚΑΙ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ ΤΗΝ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΑΠΌ ΔΗΜΟΣΙΟ ΥΠΑΛΛΗΛΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΚΑΤΑ ΠΡΟΙΣΤΑΜΕΝΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, ΠΟΥ ΑΦΟΡΑ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΕΛΕΓΧΟ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥ ΚΑΙ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ ΤΗΝ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΑΠΌ ΔΗΜΟΣΙΟ ΥΠΑΛΛΗΛΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΚΑΤΑ ΠΡΟΙΣΤΑΜΕΝΟΥ. 

ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥΣ.
ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥ

Δημόσια Συνεδρίαση



Σύνθεση:
Γεώργιος Ηλιόπουλος | Πρόεδρος Κοινωνιοδικών 

Θέμα:
Ουσιαστικό Πειθαρχικό Δίκαιο: Πειθαρχικά Αδικήματα – Ποινές – Γενικοί Κανόνες κατά τον Υπαλληλικό Κώδικα (Νόμος 3528/2007), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει μετά το νόμο 4057/2012 “Πειθαρχικό Δίκαιο Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου” 
Το ΑΝΩΤΑΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Κατά τη σημερινή δημόσια συζήτηση των υποθέσεων, κατά την εκφώνησή τους από το σχετικό πινάκιο στη σειρά τους,

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
και οδήγηθηκε σε ορισμένες θεωρητικές εκτιμήσεις – προσεγγίσεις, τις οποίες αποφάσισε να παρουσίασει δια της παρούσης, θεωρώντας το υπό κρίση θέμα άκρως επίκαιρο, αφορόν το σύνολο των δημοσίων υπαλλήλων, με αφορμή μια καταγγελία πολιτικού δημοσίου υπαλλήλου ενώπιον του Προέδρου Πρωτοδικών (παρούσα σύνθεση) την Τετάρτη 6 Νοεμβρίου, έτους 2013, στην πόλη της Βέροιας. 
Αρχικά, το τι συνιστά πειθαρχικό αδίκημα προσδιορίζει ευθέως ο ίδιος ο υπαλληλικός κώδικας στο άρθρο 106, όπως το μέρος Ε’ αυτού με γενικό τίτλο “Πειθαρχικό Δίκαιο” τροποποιήθηκε και ισχύει μετά το νόμο 4057/2012. Έτσι,  
“Το πειθαρχικό παράπτωμα συντελείται με υπαίτια πράξη ή παράλειψη του υπαλλήλου που μπορεί να του καταλογισθεί”. Στοιχεία, λοιπόν, του πειθαρχικού  αδικήματος είναι: Α) πράξη ή παράλειψη του υπαλλήλου: πρόκειται για την “αντικειμενική υπόσταση” του πειθαρχικού αδικήματος (ΣΕ 3607/1981, 3608/1981). Απαιτείται φυσικά η συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη να έχει τελεστεί από πρόσωπο που έχει την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου.Β) Υπαιτιότητα: ήτοι δόλος ή αμέλεια (ΣΕ 2030/1976). Δόλος υπό την έννοια ότι ο δημόσιος υπάλληλος ηθελημένα και με γνώση ότι συνιστά πειθαρχικό αδικήμα τελεί την ανωτέρα πράξη ή παράλειψη  Αμέλεια, όταν ο υπάλληλος δεν επέδειξε την προσοχή και περίσκεψη που είχε υποχρέωση να επιδείξει κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Εαν δεν υπάρχει το στοιχείο της υπαιτιότητας, η πράξη ή η παράλειψη οφείλεται σε ανυπαίτια υπηρεσιακή ανεπάρκεια ή ακαταλληλότητα του υπαλλήλου. Το στοιχείο της υπαιτιότητας αποτελεί την “υποκειμενική υπόσταση” του πειθαρχικού αδικήματος. Η υπαιτιότητα αίρεται σε περίπτωση που ο υπάλληλος ενήργησε κάτω από συνθήκες βίας. Γ) Καταλογισμός: υπάρχει όταν η πράξη ή η παράλειψη εξαρτάται, θετικά ή αρνητικά, από τη βούληση του υπαλλήλου (ΣΕ 715/1981). Καταλογισμός δεν υπάρχει όταν συντρέχουν ψυχικές καταστάσεις που επηρεάζουν τη βουλητική ικανότητα (ΣΕ 123/1972), όπως μπορεί να είναι η ασθένεια, ανυπαίτια κατάσταση μέθης ή ανυπαίτια παραφορά.

Εν συνεχεία ο υπαλληλικός κώδικας, εκτός από τον ορισμό του πειθαρχικού αδικήματος, περιέχει και απαρίθμηση συγκεκριμένων πειθαρχικών αδικημάτων (άρθρο 107 § 1). Πρόκειται για ενδεικτική απαρίθμηση και αποσκοπεί, με την παράθεση ορισμένων χαρακτηριστικών περιπτώσεων, να κάνει πιο συγκεκριμένη τη γενική έννοια του πειθαρχικού αδικήματος, προκειμένου να ενημερωθούν οι υπάλληλοι και να καθοδηγηθούν τα αρμόδια για την επιβολή ποινών όργανα. Από το άρθρο 107 § 1 ενδεικτικά ξεχωρίζουμε στην παρούσα απόφαση και αναφέρουμε τα ακόλουθα πιο χαρακτηριστικά παραπτώματα: 
107 §1 στοιχείο δ: “η απόκτηση οικονομικού οφέλους ή ανταλλάγματος προς όφελος του ιδίου του υπαλλήλου ή τρίτου προσώπου, κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή εξ αφορμής αυτών”, 
107 §1 στοιχείο ε: “η αναξιοπρεπης ή ανάρμοστη ή ανάξια για υπάλληλο συμπεριφορά εντός ή εκτός υπηρεσίας“,
107 §1 στοιχείο ι: “η αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση των καθηκόντων“,
107 §1 στοιχείο ιβ: “η άρνηση παροχής πληροφόρησης στους πολίτες και τις αρχές”,
107 §1 στοιχείο ιγ: “η μη έγκαιρη απάντηση σε αιτήσεις και αναφορές πολιτών σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις”,
107 §1 στοιχείο ιζ: “η άσκηση κριτικής των πράξεων της προϊσταμένης αρχής που γίνεται δημοσίως, γραπτώς ή προφορικώς, με σκόπιμη χρήση εν γνώση εκδήλως ανακριβών στοιχείων ή με χαρακτηριστικά απρεπείς εκφράσεις“.
Ειδικά ως προς την τελευταία περίπτωση να σημειωθεί ότι “η υπό πολιτικού δημοσίου υπαλλήλου ή υπαλλήλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου υποβολή αναφορών ή διενέργεια καταγγελιών εις βάρος προϊσταμένων ή άλλων οργάνων της υπηρεσίας των, έστω και καθ’ υπέρβασιν της υπηρεσιακής ιεραρχίας, συνιστά νόμιμον αυτού ευχέρειαν και δεν στοιχειοθετεί, αυτή και μόνη, ελλείψει ρητής περί του αντιθέτου διατάξεως, πειθαρχικό αδίκημα” (ΣΕ 3407/1982).

Ο Υπαλληλικός κώδικας καθορίζει στο άρθρο 109 αυτού ότι οι πειθαρχικές ποινές είναι κατά σειρά βαρύτητας: α) η έγγραφη επίπληξη, η οποία θίγει μόνο ηθικά τον υπάλληλο. Η προφορική επίπληξη από τον προϊστάμενο έχει χαρακτήρα έντονης υπόδειξης και δεν αποτελεί πειθαρχική ποινή, β) το πρόστιμο έως τις αποδοχές δώδεκα (12) μηνών [να σημειωθεί ότι πριν την τροποποίηση του νόμου 4057/2012 το πρόστιμο ανερχόταν έως τις αποδοχές τριών (3) μηνών], γ) η στέρηση του δικαιώματος για προαγωγή από ένα (1) έως πέντε (5) έτη, δ) η στέρηση του δικαιώματος συμμετοχής σε διαδικασία επιλογής προϊσταμένουοργανικής μονάδας οποιουδήποτε επιπέδου από ένα (1) έως πέντε (5) έτη, ε) η αφαίρεση της άσκησης των καθηκόντων προϊσταμένου οργανικής μονάδας οποιουδήποτε επιπέδου για τη θητεία ή το υπόλοιπό της, στ) ο υποβιβασμός έως δύο (2) βαθμούς [να σημειωθεί ότι πριν την τροποποίηση του νόμου 4057/2012 ο υποβιβασμός γινόταν έως ένα (1) βαθμό], ζ) η προσωρινή παύση από τρεις (3) έως δώδεκα (12) μήνες με πλήρη στέρηση των αποδοχών [να σημειωθεί ότι πριν την τροποποίηση του νόμου 4057/2012 το ανώτερο της προσωρινής παύσης κυμαινόταν έως έξι (6) μήνες] και η) η οριστική παύση, δηλαδή η λύση της ειδικής έννομης σχέσης που συνδέει τον υπάλληλο με το Δημόσιο.

Άρθρο 107 §2 Υπαλληλικού Κώδικα: “Για την επιβολή οποιασδήποτε πειθαρχικής ποινής σε υπάλληλο συνεκτιμώνται οι ιδιαίτερες συνθήκες τέλεσης του παραπτώματος, η εν γένει προσωπικότητα του υπαλλήλου, καθώς και η υπηρεσιακή του εικόνα όπως προκύπτει από το προσωπικό του μητρώο και τηρείται η αρχή της αναλογικότητας“. Ο πειθαρχικός δικαστής έχει έτσι ευρεία διακριτική ευχέρεια για την επιμέτρηση της ποινής (άρθρα 139, 140 Υπαλληλικού Κώδικα) και για την επιβολή οποιασδήποτε ποινής για οποιοδήποτε αδίκημα.Λαμβάνονται υπόψη επιβαρυντικές αιτίες (πχ. πειθαρχικώς βεβαρημένο παρελθόν), οι ιδιαίτερες συνθήκες, κάτω από τις οποίες τελέσθηκε το αδίκημα (ΣΕ 2847/1968, 2236/1965) ή ελαφρυντικές περιστάσεις (λ.χ. το λευκό πειθαρχικό παρελθόν, οι ευμενείς κρίσεις των προϊσταμένων, η υπαλληλική ποιότητα, η υπερβολική καταπόνηση, η ιδιάζουσα ψυχική κατάσταση). 

Άρθρο 107 §3 Υπαλληλικού Κώδικα: “Όταν επιβάλλονται οι πειθαρχικές ποινές των περιπτώσεων γ έως και ζ της παραγράφου 1 και συντρέχουν επιβαρυντικές περιστάσεις, το πειθαρχικό συμβούλιο μπορεί να επιβάλλει επιπλεόν διοικητική κύρωση από 3.000 έως 30.000 ευρώ. Όταν επιβάλεται η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης και πρόκειται για πειθαχικά παραπτώματα των περιπτώσεων δ και ε της παραγράφου 1 που σχετίζονται με οικονομικό αντικείμενο,το πειθαρχικό συμβούλιο μπορεί να επιβάλει επιπλέον διοικητική κύρωση από 10.000 έως 100.000 ευρώ.
Στο άρθρο 110 με τίτλο “Δίωξη Πειθαρχικών Παραπτωμάτων” συναντάμε γενικούς κανόνες: 
“1. Η δίωξη και η τιμωρία πειθαρχικών παραπτωμάτων αποτελεί καθήκον των πειθαρχικών οργάνων”,
“3. Δεν επιτρέπεται δεύτερη δίωξη για το ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα (αρχή non bis in idem) ενώ στο άρθρο 112 συναντάμε το θεσμό της “Παραγραφής πειθαρχικών παραπτωμάτων”: 
“1. Τα πειθαρχικά παραπτώματα παραγράφονται μετά πέντε (5) έτη από την ημέρα που διαπράχθηκαν. Τα πειθαρχικά παραπτώματα των περιπτώσεων α, γ, δ, θ και ι της παραγράφου 1 του άρθρου 107 παραγράφονται μετά επτά (7) έτη“. 

Στο άρθρο 116 του ίδιου Κώδικα αναφέρονται τα πειθαρχικά όργανα: “α) οι πειθαρχικώς προϊστάμενοι, β) το διοικητικό συμβούλιο νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου για τους υπαλλήλους του νομικού προσώπου, γ) το πειθαρχικό συμβούλιο του οικείου φορέα, δ) το πειθαρχικό συμβούλιο του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης για τις περιπτώσεις της παραγράφου 4 του άρθρου 117 του παρόντος, ε) το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο, στ) ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης, ζ) το Διοικητικό Εφετείο και η) το Συμβούλιο της Επικρατείας. 

Ακολουθεί το τμήμα Β’ του Υπαλληλικού Κώδικα που αφορά στην άσκηση της πειθαρχικής δίωξης, στην παραπομπή στο πειθαρχικό συμβούλιο, στις διαδικασίες και συνέπειες παραπομπής, στην προκαταρκτική εξέταση, στην ένορκη διοικητική εξέταση (Ε.Δ.Ε.) [άρθρο 126 "...ενεργείται κάθε φορά που η υπηρεσία έχει σοβαρές υπόνοιες ή σαφείς ενδείξεις για τη διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος. Η εξέταση αυτή αποσκοπεί στη συλλογή στοιχείων για τη διαπίστωση της τέλεσης πειθαρχικού παραπτώματος και τον προσδιορισμό των προσώπων που τυχόν ευθύνονται, καθώς και στη διερεύνηση των συνθηκών κάτω από τις οποίες αυτό έχει τελεστεί"], στην πειθαρχική ανάκριση, στις ανακριτικές πράξεις, στις ενέργειες μετά την ανάκριση, στην απολογία του υπαλλήλου κοκ. Στα άρθρα 141 και επόμενα γίνεται λόγος για το δικαίωμα του υπαλλήλου σε ένσταση – προσφυγή και επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ με αφορμή μια καταγγελία πολιτικού δημοσίου υπαλλήλου ενώπιον του Προέδρου Πρωτοδικών (παρούσα σύνθεση) την Τετάρτη 6 Νοεμβρίου, έτους 2013, στην πόλη της Βέροιας και συγκεκριμένα προκειμένου να διευκρινισθεί αν είναι σύννομη ή όχι (συνιστώντας πειθαρχικό παράπτωμα) η υποβολή αναφοράς ή καταγγελίας από πολιτικό δημόσιο υπάλληλο εις βάρος προϊσταμένων ή άλλων οργάνων της υπηρεσίας καθ’ υπέρβαση της υπηρεσιακής ιεραρχίας.ΠΡΟΒΑΛΕΙ συνοπτικά σε όλο το σκεπτικό που προηγήθηκε τουςβασικούς άξονες του αναθεωρημένου πειθαρχικού δικαίου των δημοσίων υπαλλήλων που ισχύει σήμερα δυνάμει του Υπαλληλικού Κώδικα (Νόμος 3528/2007), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει μετά το νόμο 4057/2012“Πειθαρχικό Δίκαιο Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου”.
ΕΠΙΚΡΙΝΕΙ έντονα οποιαδήποτε αλλοίωση – εκτροπή από την πάγια αρχή του πειθαρχικού δικαίου δυνάμει της οποίας οι διατάξεις που προβλέπουν ποινές δεν επιδέχονται διασταλτική ερμηνεία ή εφαρμογή (ΣΕ 2579/1966).

ΣΥΝΤΑΣΣΕΤΑΙ απόλυτα με το Συμβούλιο της Επικρατίας και την υπ’ αριθμό3407/1982 απόφασή του και ΔΙΑΤΥΠΩΝΕΙ την αυτή εκτίμηση ότι “η υπό πολιτικού δημοσίου υπαλλήλου ή υπαλλήλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου υποβολή αναφορών ή διενέργεια καταγγελιών εις βάρος προϊσταμένων ή άλλων οργάνων της υπηρεσίας των, έστω και καθ’ υπέρβασιν της υπηρεσιακής ιεραρχίας, συνιστά νόμιμον αυτού ευχέρειαν και δεν στοιχειοθετεί, αυτή και μόνη, ελλείψει ρητής περί του αντιθέτου διατάξεως, πειθαρχικό αδίκημα
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του.

Θεσσαλονίκη,

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΔΙΚΩΝ




Είναι μια πολλή σημαντική απόφαση αξίζει να την διαβάσετε.

ΘΕΜΗΣ ΑΛΕΞΙΟΥ
Γραμματέας Συλλόγου
«ΗΛΕΚΤΡΟΝ» Μεταμόρφωσης



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου